ἀγκυλώμενος

ἀγκυλώμενος
ἀγκυλόω
crook
pres part mp masc nom sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αγκυλώνομαι — αγκυλώνομαι, αγκυλώθηκα, αγκυλωμένος βλ. πίν. 4 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αγκυλώνω — (και αγκελώνω),αγκύλωσα, αγκυλώθηκα, αγκυλωμένος 1. κεντώ, τρυπώ: Πήγα να κόψω το τριαντάφυλλο κι αγκυλώθηκα. 2. πειράζω, πληγώνω: Τα λόγια του μ αγκυλώσανε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”